ψυχωφελή

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψυχωφελή

  1. αιτιατική ενικού του ψυχωφελής
  2. κλητική ενικού του ψυχωφελής
  3. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχωφελές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.