ψυχοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχοτεχνικός | η | ψυχοτεχνική | το | ψυχοτεχνικό |
| γενική | του | ψυχοτεχνικού | της | ψυχοτεχνικής | του | ψυχοτεχνικού |
| αιτιατική | τον | ψυχοτεχνικό | την | ψυχοτεχνική | το | ψυχοτεχνικό |
| κλητική | ψυχοτεχνικέ | ψυχοτεχνική | ψυχοτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχοτεχνικοί | οι | ψυχοτεχνικές | τα | ψυχοτεχνικά |
| γενική | των | ψυχοτεχνικών | των | ψυχοτεχνικών | των | ψυχοτεχνικών |
| αιτιατική | τους | ψυχοτεχνικούς | τις | ψυχοτεχνικές | τα | ψυχοτεχνικά |
| κλητική | ψυχοτεχνικοί | ψυχοτεχνικές | ψυχοτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχοτεχνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychotechnique < αρχαία ελληνική ψυχή + τεχνικός
Επίθετο
ψυχοτεχνικός, -ή, -ό
- (ψυχολογία) που έχει σχέση με την ψυχοτεχνική ή αναφέρεται σ' αυτή
- που έχει σχέση με τεχνικές λειτουργίες μηχανημάτων ψύξης
- πραγματοποιήθηκε αντικατάσταση τμήματος του ψυχοτεχνικού υλικού στον πύργο ψύξεως κατά την προγραμματισμένη ετήσια συντήρηση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ψυχοτεχνική, ψυχή και τέχνη
Μεταφράσεις
ψυχοτεχνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.