ψυχονεύρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχονεύρωση | οι | ψυχονευρώσεις |
| γενική | της | ψυχονεύρωσης* | των | ψυχονευρώσεων |
| αιτιατική | την | ψυχονεύρωση | τις | ψυχονευρώσεις |
| κλητική | ψυχονεύρωση | ψυχονευρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχονευρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχονεύρωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική psychonévrose < αρχαία ελληνική + νεῦρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xoˈne.vɾo.si/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.