ψυχογενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχογενής η ψυχογενής το ψυχογενές
      γενική του ψυχογενούς* της ψυχογενούς του ψυχογενούς
    αιτιατική τον ψυχογενή την ψυχογενή το ψυχογενές
     κλητική ψυχογενή(ς) ψυχογενής ψυχογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχογενείς οι ψυχογενείς τα ψυχογενή
      γενική των ψυχογενών των ψυχογενών των ψυχογενών
    αιτιατική τους ψυχογενείς τις ψυχογενείς τα ψυχογενή
     κλητική ψυχογενείς ψυχογενείς ψυχογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχογενής < ψυχή + γίγνομαι

Επίθετο

ψυχογενής ο και η, το ψυχογενές

  • αυτός που πηγάζει, οφείλεται στον ψυχισμό του ατόμου
    ψυχογενής ανορεξία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.