ψυχολογισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχολογισμός | οι | ψυχολογισμοί |
| γενική | του | ψυχολογισμού | των | ψυχολογισμών |
| αιτιατική | τον | ψυχολογισμό | τους | ψυχολογισμούς |
| κλητική | ψυχολογισμέ | ψυχολογισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψυχολογισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφική αντίληψη ότι όλα μπορούν να ερμηνευθούν ή να επιλυθούν μέσω της ψυχολογικής προσέγγισης κι όχι με τη λογική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.