ψυχογιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχογιός | οι | ψυχογιοί |
| γενική | του | ψυχογιού | των | ψυχογιών |
| αιτιατική | τον | ψυχογιό | τους | ψυχογιούς |
| κλητική | ψυχογιέ | ψυχογιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xoˈʝos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψυ‐χο‐γιός
Ουσιαστικό
ψυχογιός αρσενικό (θηλυκό ψυχοκόρη) (όχι ιδιαίτερα δόκιμα στον πληθυντικό)
- θετός γιος, αγόρι το οποίο έχει υιοθετηθεί επίσημα ή απλώς μεγαλώνει ως προστατευόμενος κάποιου και συχνά βοηθά τον πατριό του (ή εκείνον που τον προστατεύει) στη δουλειά του
- Παρά την βρύσιν μας έφερεν ο ψυχογιός του Γιαννάκη, ο αγωγιάτης καλάθιον με αχλάδια, αγγούρια και πράγματα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άσπρη σαν το χιόνι)
- O Κόλιν μεγάλωσε στη Νότια Βοστώνη, ψυχογιός του ιρλανδού αρχι-μαφιόζου Φρανκ Κοστέλο, o οποίος τον σπρώχνει να καταταγεί στην αστυνομία για να κάνει καριέρα, χωρίς φυσικά να πάψει να δουλεύει (για το αζημίωτο) για εκείνον. (από παρουσίαση κινηματογραφικής ταινίας στον ιστότοπο της εφημερίδας ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Ψυχογιός (επώνυμο)
Αναφορές
- ψυχογιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.