Ψυχογιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ψυχογιός οι Ψυχογιοί
      γενική του Ψυχογιού των Ψυχογιών
    αιτιατική τον Ψυχογιό τους Ψυχογιούς
     κλητική Ψυχογιέ Ψυχογιοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ψυχογιός < ψυχογιός

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.xoˈʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψυχογιός

Κύριο όνομα

Ψυχογιός αρσενικό (θηλυκό Ψυχογιού)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.