ψιμυθίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψιμυθίτης | οι | ψιμυθίτες |
| γενική | του | ψιμυθίτη | των | ψιμυθιτών |
| αιτιατική | τον | ψιμυθίτη | τους | ψιμυθίτες |
| κλητική | ψιμυθίτη | ψιμυθίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψιμυθίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψιμυθίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) λευκός ανθρακικός μόλυβδος. Χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σαν καλλυντικό.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψιμύθιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.