ψιθυριστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψιθυριστός η ψιθυριστή το ψιθυριστό
      γενική του ψιθυριστού της ψιθυριστής του ψιθυριστού
    αιτιατική τον ψιθυριστό την ψιθυριστή το ψιθυριστό
     κλητική ψιθυριστέ ψιθυριστή ψιθυριστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψιθυριστοί οι ψιθυριστές τα ψιθυριστά
      γενική των ψιθυριστών των ψιθυριστών των ψιθυριστών
    αιτιατική τους ψιθυριστούς τις ψιθυριστές τα ψιθυριστά
     κλητική ψιθυριστοί ψιθυριστές ψιθυριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψιθυριστός < ψιθυρίζω + -τός < αρχαία ελληνική ψιθυρίζω

Επίθετο

ψιθυριστός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.