ψιθυριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψιθυριστής οι ψιθυριστές
      γενική του ψιθυριστή των ψιθυριστών
    αιτιατική τον ψιθυριστή τους ψιθυριστές
     κλητική ψιθυριστή ψιθυριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιθυριστής < ψιθυρίζω + -τής

Ουσιαστικό

ψιθυριστής αρσενικό

  1. αυτός που ψιθυρίζει κάτι σε κάποιον άλλον
  2. αυτός που διαδίδει φήμες με δήθεν εμπιστευτικό τόνο
    Παρ’ όλα αυτά οι ψιθυριστές, που έπιασαν αμέσως δουλειά, επέμεναν σερβίροντας μάλιστα μια εκδοχή που έδινε στο θέμα διαστάσεις διπλωματικού σκανδάλου (σταύρος Τζίμας, Η «εξαφάνιση» του Πούτιν, από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13 Απριλίου 2012)

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψιθυριστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.