ψιθυριστές
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψιθυριστές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιθυριστή
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ψιθυριστές αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιθυριστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.