ψηφισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηφισμένος η ψηφισμένη το ψηφισμένο
      γενική του ψηφισμένου της ψηφισμένης του ψηφισμένου
    αιτιατική τον ψηφισμένο την ψηφισμένη το ψηφισμένο
     κλητική ψηφισμένε ψηφισμένη ψηφισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηφισμένοι οι ψηφισμένες τα ψηφισμένα
      γενική των ψηφισμένων των ψηφισμένων των ψηφισμένων
    αιτιατική τους ψηφισμένους τις ψηφισμένες τα ψηφισμένα
     κλητική ψηφισμένοι ψηφισμένες ψηφισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ψηφισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.