ψευδομάρτυς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψευδομάρτυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδομάρτυς

Ουσιαστικό

ψευδομάρτυς αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ψευδομάρτυς)

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά μεταπλαστά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψευδομάρτῠς οἱ ψευδομάρτῠρες
      γενική τοῦ ψευδομάρτῠρος τῶν ψευδομαρτῠ́ρων
      δοτική τῷ ψευδομάρτῠρ τοῖς ψευδομάρτῠσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ψευδομάρτῠρ τοὺς ψευδομάρτῠρᾰς
     κλητική ! ψευδομάρτῠς ψευδομάρτῠρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψευδομάρτῠρε
γεν-δοτ τοῖν  ψευδομάρτῠ́ροιν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μάρτυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψευδομάρτυς < ψευδο- + μάρτυς

Ουσιαστικό

ψευδομάρτυς αρσενικό

  • ο ψευδομάρτυρας
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Γοργίαςw, 472b
    οὐ γάρ με σὺ ἀναγκάζεις, ἀλλὰ ψευδομάρτυρας πολλοὺς κατ᾽ ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῖς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ἀληθοῦς

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.