ψευδομάρτυς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψευδομάρτυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδομάρτυς
Ουσιαστικό
ψευδομάρτυς αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ψευδομάρτυς)
- (λόγιο) ο ψευδομάρτυρας
Πηγές
- ψευδομάρτυρας, ψευδομάρτυς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ψευδομάρτῠς | οἱ | ψευδομάρτῠρες | ||||
| γενική | τοῦ | ψευδομάρτῠρος | τῶν | ψευδομαρτῠ́ρων | ||||
| δοτική | τῷ | ψευδομάρτῠρῐ | τοῖς | ψευδομάρτῠσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ψευδομάρτῠρᾰ | τοὺς | ψευδομάρτῠρᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ψευδομάρτῠς | ψευδομάρτῠρες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψευδομάρτῠρε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψευδομάρτῠ́ροιν | ||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μάρτυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Συγγενικά
Πηγές
- ψευδομάρτυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδομάρτυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.