ψαρομάλλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψαρομάλλης | η | ψαρομάλλα & ψαρομαλλούσα |
το | ψαρομάλλικο |
| γενική | του | ψαρομάλλη | της | ψαρομάλλας & ψαρομαλλούσας |
του | ψαρομάλλικου |
| αιτιατική | τον | ψαρομάλλη | την | ψαρομάλλα & ψαρομαλλούσα |
το | ψαρομάλλικο |
| κλητική | ψαρομάλλη | ψαρομάλλα & ψαρομαλλούσα |
ψαρομάλλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψαρομάλληδες | οι | ψαρομάλλες & ψαρομαλλούσες |
τα | ψαρομάλλικα |
| γενική | των | ψαρομάλληδων | των | —— | των | ψαρομάλλικων |
| αιτιατική | τους | ψαρομάλληδες | τις | ψαρομάλλες & ψαρομαλλούσες |
τα | ψαρομάλλικα |
| κλητική | ψαρομάλληδες | ψαρομάλλες & ψαρομαλλούσες |
ψαρομάλλικα | |||
| Το θηλυκό, σε -α και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. Συγκρίνετε με το ψαρόμαλλος, ψαρόμαλλη, ψαρόμαλλο. | ||||||
| ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐ρο‐μάλ‐λης
Συγγενικά
- ψαρομάλλα
- ψαρομάλλικος
- ψαρόμαλλος
Μεταφράσεις
ψαρομάλλης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.