γκριζομάλλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γκριζομάλλης | η | γκριζομάλλα & γκριζομαλλούσα |
το | γκριζομάλλικο |
| γενική | του | γκριζομάλλη | της | γκριζομάλλας & γκριζομαλλούσας |
του | γκριζομάλλικου |
| αιτιατική | τον | γκριζομάλλη | την | γκριζομάλλα & γκριζομαλλούσα |
το | γκριζομάλλικο |
| κλητική | γκριζομάλλη | γκριζομάλλα & γκριζομαλλούσα |
γκριζομάλλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γκριζομάλληδες | οι | γκριζομάλλες & γκριζομαλλούσες |
τα | γκριζομάλλικα |
| γενική | των | γκριζομάλληδων | των | —— | των | γκριζομάλλικων |
| αιτιατική | τους | γκριζομάλληδες | τις | γκριζομάλλες & γκριζομαλλούσες |
τα | γκριζομάλλικα |
| κλητική | γκριζομάλληδες | γκριζομάλλες & γκριζομαλλούσες |
γκριζομάλλικα | |||
| Το θηλυκό, σε -α και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρι‐ζο‐μάλ‐λης
Μεταφράσεις
γκριζομάλλης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.