search

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
search searches

search (en)

  • η αναζήτηση
    I want to do a search.
    Θέλω να κάνω μια αναζήτηση.
    I’m in search of a new house./I’m on a search for a new house.
    Είμαι σε αναζήτηση νέου σπιτιού.

Ρήμα

ενεστώτας search
γ΄ ενικό ενεστώτα searches
αόριστος searched
παθητική μετοχή searched
ενεργητική μετοχή searching

search (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζητάω, αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω προσεκτικά για κάτι ή κάποιον· εξετάζω ένα συγκεκριμένο μέρος όταν ψάχνω για κάτι ή κάποιον
    What are you searching for?
    Τι ζητάς;
    The police are searching for the child who went missing.
    Η αστυνομία αναζητάει το παιδί που χάθηκε.
    I am searching for work/a job.
    Αναζητάω δουλειά.
    Searching is really hard.
    Η αναζήτηση είναι πραγματικά δύσκολη.
    He searched the drawer.
    Ερεύνησε το συρτάρι.
    Who are you searching for?
    (Για) Ποιον ψάχνεις;
  2. (μεταβατικό) ψάχνω, εξετάζω τα ρούχα κάποιου, τις τσέπες του κτλ. για να βρω κάτι που μπορεί να κρύβει
    The customs officer searched her luggage.
    Ο τελωνειακός έψαξε τις αποσκευές της.
  3. (αμετάβατο) ψάχνω, ερευνώ, σκέφτομαι προσεκτικά κάτι, ειδικά για να βρω την απάντηση σε ένα πρόβλημα
    I searched for the right words.
    Έψαξα να βρω τα λόγια μου.
    A committee of experts will search for the causes of the accident.
    Επιτροπή από ειδικούς θα ερευνήσει τα αίτια του ατυχήματος.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.