χωνευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωνευτικός η χωνευτική το χωνευτικό
      γενική του χωνευτικού της χωνευτικής του χωνευτικού
    αιτιατική τον χωνευτικό τη χωνευτική το χωνευτικό
     κλητική χωνευτικέ χωνευτική χωνευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωνευτικοί οι χωνευτικές τα χωνευτικά
      γενική των χωνευτικών των χωνευτικών των χωνευτικών
    αιτιατική τους χωνευτικούς τις χωνευτικές τα χωνευτικά
     κλητική χωνευτικοί χωνευτικές χωνευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χωνευτικός < χωνεύω + -τικός

Επίθετο

χωνευτικός ή -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.