χωνευτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χωνευτικά
<
χωνευτικός
Επίρρημα
χωνευτικά
κατά τρόπο
χωνευτικό
, έχοντας ως αποτέλεσμα τη
χώνευση
Μεταφράσεις
χωνευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χωνευτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
χωνευτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.