χρυσάνθεμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρυσάνθεμο | τα | χρυσάνθεμα |
| γενική | του | χρυσάνθεμου & χρυσανθέμου |
των | χρυσάνθεμων & χρυσανθέμων |
| αιτιατική | το | χρυσάνθεμο | τα | χρυσάνθεμα |
| κλητική | χρυσάνθεμο | χρυσάνθεμα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κίτρινα χρυσάνθεμα.
Ετυμολογία
- χρυσάνθεμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρυσάνθεμον < χρυσ- + ἄνθεμον (<ἀνθέω < ἄνθος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾiˈsan.θe.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σάν‐θε‐μο
Ουσιαστικό
χρυσάνθεμο ουδέτερο
- (φυτό) πολυετές καλλωπιστικό φυτό του γένους Chrysanthemum'' που κατάγεται από την Κίνα
- (λουλούδι) το λουλούδι αυτού του φυτού
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.