αγιοδημητριάτικο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ʝo.ði.miˈtɾi̯a.ti.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιοδημητριάτικο
παλιότερος συλλαβισμός: αγιοδημητριάτικο

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιοδημητριάτικο τα αγιοδημητριάτικα
      γενική του αγιοδημητριάτικου των αγιοδημητριάτικων
    αιτιατική το αγιοδημητριάτικο τα αγιοδημητριάτικα
     κλητική αγιοδημητριάτικο αγιοδημητριάτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγιοδημητριάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγιοδημητριάτικος

Ουσιαστικό

αγιοδημητριάτικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

αγιοδημητριάτικο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγιοδημητριάτικο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αγιοδημητριάτικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγιοδημητριάτικος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.