ἀνθέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνθέω < ἄνθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂endʰos

Ρήμα

ἀνθέω

  1. φυτρώνω (αρχικά για τα γένια νεανία)
  2. (βοτανική) ανθίζω, λουλουδίζω
  3. (μεταφορικά) λάμπω
  4. (μεταφορικά) ακμάζω
  5. (μεταφορικά) είμαι δημοφιλής
  6. (μεταφορικά) κατακλύζομαι, πλημμυρίζω, είμαι, γεμάτος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.