ἀνθέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀνθέω < ἄνθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂endʰos
Ρήμα
ἀνθέω
- φυτρώνω (αρχικά για τα γένια νεανία)
- (βοτανική) ανθίζω, λουλουδίζω
- (μεταφορικά) λάμπω
- (μεταφορικά) ακμάζω
- (μεταφορικά) είμαι δημοφιλής
- (μεταφορικά) κατακλύζομαι, πλημμυρίζω, είμαι, γεμάτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.