χρονολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρονολογικός | η | χρονολογική | το | χρονολογικό |
| γενική | του | χρονολογικού | της | χρονολογικής | του | χρονολογικού |
| αιτιατική | τον | χρονολογικό | τη | χρονολογική | το | χρονολογικό |
| κλητική | χρονολογικέ | χρονολογική | χρονολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρονολογικοί | οι | χρονολογικές | τα | χρονολογικά |
| γενική | των | χρονολογικών | των | χρονολογικών | των | χρονολογικών |
| αιτιατική | τους | χρονολογικούς | τις | χρονολογικές | τα | χρονολογικά |
| κλητική | χρονολογικοί | χρονολογικές | χρονολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρονολογικός < χρονο- + -λογικός < γαλλική chronologique
Προφορά
Επίθετο
χρονολογικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη χρονολόγηση
- που περιέχει χρονολογίες ή γεγονότα σε σειρά
Πολυλεκτικοί όροι
- χρονολογική σειρά: διάταξη των γεγονότων τέτοια, ώστε τα προγενέστερα γεγονότα να προηγούνται των ύστερων
Μεταφράσεις
χρονολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.