χριστολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χριστολογία οι χριστολογίες
      γενική της χριστολογίας των χριστολογιών
    αιτιατική τη χριστολογία τις χριστολογίες
     κλητική χριστολογία χριστολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χριστολογία < Χριστ(ός) + -ο- + -λογία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.sto.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χριστολογία

Ουσιαστικό

χριστολογία θηλυκό[2]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  2. χριστολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.