χρησμολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρησμολόγιο τα χρησμολόγια
      γενική του χρησμολόγιου
& χρησμολογίου
των χρησμολόγιων
& χρησμολογίων
    αιτιατική το χρησμολόγιο τα χρησμολόγια
     κλητική χρησμολόγιο χρησμολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρησμολόγιο < ελληνιστική κοινή χρησμολόγιον < αρχαία ελληνική χρησμός + -λόγιο

Ουσιαστικό

χρησμολόγιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.