χρησμολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρησμολόγος η χρησμολόγος
& χρησμολόγα
το χρησμολόγο
      γενική του χρησμολόγου της χρησμολόγου
& χρησμολόγας
του χρησμολόγου
    αιτιατική τον χρησμολόγο τη χρησμολόγο
& χρησμολόγα
το χρησμολόγο
     κλητική χρησμολόγε χρησμολόγε
& χρησμολόγα
χρησμολόγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρησμολόγοι οι χρησμολόγοι
& χρησμολόγες
τα χρησμολόγα
      γενική των χρησμολόγων των χρησμολόγων των χρησμολόγων
    αιτιατική τους χρησμολόγους τις χρησμολόγους
& χρησμολόγες
τα χρησμολόγα
     κλητική χρησμολόγοι χρησμολόγοι
& χρησμολόγες
χρησμολόγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρησμολόγος < αρχαία ελληνική χρησμολόγος < χρησμός + λέγω

Επίθετο

χρησμολόγος

  1. ο χρησμοδότης
  2. που συγκεντρώνει χρησμούς σε συλλογή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.