χρεολυσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρεολυσία οι χρεολυσίες
      γενική της χρεολυσίας των χρεολυσιών
    αιτιατική τη χρεολυσία τις χρεολυσίες
     κλητική χρεολυσία χρεολυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρεολυσία < χρεολύσιο + -ία

Ουσιαστικό

χρεολυσία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.