χουλιαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χουλιαριά | οι | χουλιαριές |
| γενική | της | χουλιαριάς | — | |
| αιτιατική | τη | χουλιαριά | τις | χουλιαριές |
| κλητική | χουλιαριά | χουλιαριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Η γενική πληθυντικού χουλαριών στην κλίση του χουλιάρι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χουλιαριά < χουλιάρ(ι) ή χουλιάρ(α) + -ιά → δείτε και το μεσαινικό χουλιαριά
Προφορά
- ΔΦΑ : /xu.ʎaɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐λια‐ριά
- τονικό παρώνυμο: χουλιάρια
Ουσιαστικό
χουλιαριά θηλυκό
Μεταφράσεις
χουλιαριά
|
→ δείτε τη λέξη κουταλιά |
Πηγές
- χουλιαριά σελ.7891 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- χουλιαριά < χουλιάρ(ιν) + -ιά
Ουσιαστικό
χουλιαριά θηλυκό
- χουλιαριά
- ※ 16ος αιώνας ⌘ Πεντάτευχος, Έξοδος XXXVII, 16, Dirk Christiaan Hesseling (επιμ.), 1897
- καὶ τὶς χουλιαριές του καὶ τὰ καθαριστήριά του […]
- ※ 16ος αιώνας ⌘ Πεντάτευχος, Έξοδος XXXVII, 16, Dirk Christiaan Hesseling (επιμ.), 1897
Πηγές
- σελ.198, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.