χουλιαριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χουλιαριά οι χουλιαριές
      γενική της χουλιαριάς
    αιτιατική τη χουλιαριά τις χουλιαριές
     κλητική χουλιαριά χουλιαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Η γενική πληθυντικού χουλαριών στην κλίση του χουλιάρι.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χουλιαριά < χουλιάρ(ι) ή χουλιάρ(α) + -ιά  δείτε και το μεσαινικό χουλιαριά

Προφορά

ΔΦΑ : /xu.ʎaɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χουλιαριά
τονικό παρώνυμο: χουλιάρια

Ουσιαστικό

χουλιαριά θηλυκό

  • (ιδιωματικό) η κουταλιά (όπως η κουταλιά της σούπας)
    Τι σηκώνεσαι από το τραπέζι; Ούτε δυό χουλιαριές δεν έφαγες, πώς θα κρατηθείς ως το βράδι στη δουλειά;

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

χουλιαριά < χουλιάρ(ιν) + -ιά

Ουσιαστικό

χουλιαριά θηλυκό

  • χουλιαριά
      16ος αιώνας Πεντάτευχος, Έξοδος XXXVII, 16, Dirk Christiaan Hesseling (επιμ.), 1897
    καὶ τὶς χουλιαριές του καὶ τὰ καθαριστήριά του []

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.