χουλιάριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- χουλιάριν < *χουλιάρ(ιον) + -ιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον με αφομοίωση [k][x] > [x][x] και τροπή [o] > [u] < αρχαία ελληνική κόχλος → δείτε και κοχλιάριον & χουλιάρι[1]
Συνώνυμα
- κοχλιάριον, κοχλιάριν (ουδέτερο)
- κοχλιαρέα (θηλυκό)
- κοχλιάς (θηλυκό)
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοχλιός
Αναφορές
- χουλιάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- χουλιάριον, χουλιάριν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.