χοροπηδάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χοροπηδάω < χοροπηδ(ώ) + -άω < χορο- (< χορεύω) + πηδώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /xo.ɾo.piˈða.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρο‐πη‐δά‐ω
Ρήμα
χοροπηδάω/χοροπηδώ, πρτ.: χοροπηδούσα/χοροπήδαγα, αόρ.: χοροπήδησα (χωρίς παθητική φωνή)
- κάνω επανειλημμένα πηδήματα επί τόπου, σαν να χορεύω
- (κατ’ επέκταση) εκδηλώνω τη χαρά μου
- ↪ Χοροπηδάω απ' τη χαρά μου που κέρδισα το λαχείο!
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χοροπηδάω - χοροπηδώ | χοροπηδούσα - χοροπήδαγα | θα χοροπηδάω - χοροπηδώ | να χοροπηδάω - χοροπηδώ | χοροπηδώντας | |
| β' ενικ. | χοροπηδάς | χοροπηδούσες - χοροπήδαγες | θα χοροπηδάς | να χοροπηδάς | χοροπήδα - χοροπήδαγε | |
| γ' ενικ. | χοροπηδάει - χοροπηδά | χοροπηδούσε - χοροπήδαγε | θα χοροπηδάει - χοροπηδά | να χοροπηδάει - χοροπηδά | ||
| α' πληθ. | χοροπηδάμε - χοροπηδούμε | χοροπηδούσαμε - χοροπηδάγαμε | θα χοροπηδάμε - χοροπηδούμε | να χοροπηδάμε - χοροπηδούμε | ||
| β' πληθ. | χοροπηδάτε | χοροπηδούσατε - χοροπηδάγατε | θα χοροπηδάτε | να χοροπηδάτε | χοροπηδάτε | |
| γ' πληθ. | χοροπηδάν(ε) - χοροπηδούν(ε) | χοροπηδούσαν(ε) - χοροπήδαγαν - χοροπηδάγανε | θα χοροπηδάν(ε) - χοροπηδούν(ε) | να χοροπηδάν(ε) - χοροπηδούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χοροπήδησα | θα χοροπηδήσω | να χοροπηδήσω | χοροπηδήσει | ||
| β' ενικ. | χοροπήδησες | θα χοροπηδήσεις | να χοροπηδήσεις | χοροπήδα - χοροπήδησε | ||
| γ' ενικ. | χοροπήδησε | θα χοροπηδήσει | να χοροπηδήσει | |||
| α' πληθ. | χοροπηδήσαμε | θα χοροπηδήσουμε | να χοροπηδήσουμε | |||
| β' πληθ. | χοροπηδήσατε | θα χοροπηδήσετε | να χοροπηδήσετε | χοροπηδήστε | ||
| γ' πληθ. | χοροπήδησαν χοροπηδήσαν(ε) |
θα χοροπηδήσουν(ε) | να χοροπηδήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χοροπηδήσει | είχα χοροπηδήσει | θα έχω χοροπηδήσει | να έχω χοροπηδήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χοροπηδήσει | είχες χοροπηδήσει | θα έχεις χοροπηδήσει | να έχεις χοροπηδήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χοροπηδήσει | είχε χοροπηδήσει | θα έχει χοροπηδήσει | να έχει χοροπηδήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χοροπηδήσει | είχαμε χοροπηδήσει | θα έχουμε χοροπηδήσει | να έχουμε χοροπηδήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χοροπηδήσει | είχατε χοροπηδήσει | θα έχετε χοροπηδήσει | να έχετε χοροπηδήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χοροπηδήσει | είχαν χοροπηδήσει | θα έχουν χοροπηδήσει | να έχουν χοροπηδήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.