χοροπηδητό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χοροπηδητό | τα | χοροπηδητά |
| γενική | του | χοροπηδητού | των | χοροπηδητών |
| αιτιατική | το | χοροπηδητό | τα | χοροπηδητά |
| κλητική | χοροπηδητό | χοροπηδητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χοροπηδητό < χοροπηδώ
Ουσιαστικό
χοροπηδητό ουδέτερο ( & χοροπήδημα)
- το χοροπήδημα, το να πηδάει κανείς πάνω-κάτω συνέχεια, πάνω στο κρεβάτι ή στο πάτωμα, είτε παίζοντας είτε χορεύοντας
- Σταματήστε το χοροπηδητό γιατί θα θα ανέβει ο από κάτω και θα μας απειλήσει πάλι με έξωση
Μεταφράσεις
χοροπηδητό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.