χοντροκοπιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοντροκοπιά οι χοντροκοπιές
      γενική της χοντροκοπιάς των χοντροκοπιών
    αιτιατική τη χοντροκοπιά τις χοντροκοπιές
     κλητική χοντροκοπιά χοντροκοπιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοντροκοπιά < χοντρο- + κόπτω + -ιά

Ουσιαστικό

χοντροκοπιά θηλυκό

  1. οι άξεστοι τρόποι και συμπεριφορά κάποιου
  2. κάτι το άκομψο και κακότεχνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.