χλωροφόρμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χλωροφόρμιο | τα | χλωροφόρμια |
| γενική | του | χλωροφόρμιου & χλωροφορμίου |
των | χλωροφόρμιων & χλωροφορμίων |
| αιτιατική | το | χλωροφόρμιο | τα | χλωροφόρμια |
| κλητική | χλωροφόρμιο | χλωροφόρμια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χλωροφόρμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chloroforme < chloro- (χλωρο-) + (acide) form(ique) (φορμικό οξύ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xlo.ɾoˈfoɾ.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χλω‐ρο‐φόρ‐μι‐ο
Ουσιαστικό
χλωροφόρμιο ουδέτερο
- (χημική ένωση) οργανική χημική ένωση (χημικός τύπος CHCl3). Πρόκειται για άχρωμο, πτητικό, πυκνό υγρό, που έχει την ικανότητα να προκαλεί αναισθησία
- χλωροφόρμιον (καθαρεύουσα)
Συγγενικά
- χλωροφορμίζω
- χλωροφορμικός
- → δείτε τις λέξεις χλωρός και φόρμα
Μεταφράσεις
χλωροφόρμιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.