τριχλωρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τριχλωρίδιο | τα | τριχλωρίδια |
| γενική | του | τριχλωριδίου & τριχλωρίδιου |
των | τριχλωριδίων |
| αιτιατική | το | τριχλωρίδιο | τα | τριχλωρίδια |
| κλητική | τριχλωρίδιο | τριχλωρίδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τριχλωρίδιο ουδέτερο
- (χημεία): οποιαδήποτε ουσία στο μόριο της οποίας φέρονται τρία άτομα χλωρίου
Συνώνυμα
- τριχλώριο
Συγγενικά
- τριχλωρικός
- τριχλωριούχος
Μεταφράσεις
τριχλωρίδιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.