διχλωρίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διχλωρίδιο τα διχλωρίδια
      γενική του διχλωριδίου
& διχλωρίδιου
των διχλωριδίων
    αιτιατική το διχλωρίδιο τα διχλωρίδια
     κλητική διχλωρίδιο διχλωρίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διχλωρίδιο < δι- + χλωρίδιο

Ουσιαστικό

διχλωρίδιο ουδέτερο

  • (χημεία): οποιαδήποτε ουσία στο μόριο της οποίας φέρονται δύο άτομα χλωρίου

Συνώνυμα

  • διχλώριο

Συγγενικά

  • διχλωρικός
  • διχλωριούχος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.