χλαπάτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλαπάτσα οι χλαπάτσες
      γενική της χλαπάτσας
    αιτιατική τη χλαπάτσα τις χλαπάτσες
     κλητική χλαπάτσα χλαπάτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλαπάτσα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική gãlbadzã ή < (άμεσο δάνειο) αλβανική këlbazë

Ουσιαστικό

χλαπάτσα θηλυκό

  1. (κτηνιατρική) η αρρώστια των ζώων διστομίαση
  2. (μεταφορικά) η σωματική ή ψυχική κατάπτωση ή αδιαθεσία
  3. γλοιώδες παιχνίδι από μάζα υλικού το οποίο είναι υπερεύπλαστο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.