χλαπάτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χλαπάτσα | οι | χλαπάτσες |
| γενική | της | χλαπάτσας | — | |
| αιτιατική | τη | χλαπάτσα | τις | χλαπάτσες |
| κλητική | χλαπάτσα | χλαπάτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χλαπάτσα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική gãlbadzã ή < (άμεσο δάνειο) αλβανική këlbazë
Ουσιαστικό
χλαπάτσα θηλυκό
- (κτηνιατρική) η αρρώστια των ζώων διστομίαση
- (μεταφορικά) η σωματική ή ψυχική κατάπτωση ή αδιαθεσία
- γλοιώδες παιχνίδι από μάζα υλικού το οποίο είναι υπερεύπλαστο
Μεταφράσεις
χλαπάτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.