χιονόπτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χιονόπτωση | οι | χιονοπτώσεις |
| γενική | της | χιονόπτωσης* | των | χιονοπτώσεων |
| αιτιατική | τη | χιονόπτωση | τις | χιονοπτώσεις |
| κλητική | χιονόπτωση | χιονοπτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χιονοπτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιονόπτωση < χιονό- + πτώση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Schneefall[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çoˈno.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νό‐πτω‐ση
Ουσιαστικό

Χιονόπτωση στην πολιτεία της Νέας Υόρκης
χιονόπτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χιονόπτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.