χιονοπέδιλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χιονοπέδιλο | τα | χιονοπέδιλα |
| γενική | του | χιονοπέδιλου & χιονοπεδίλου |
των | χιονοπέδιλων & χιονοπεδίλων |
| αιτιατική | το | χιονοπέδιλο | τα | χιονοπέδιλα |
| κλητική | χιονοπέδιλο | χιονοπέδιλα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιονοπέδιλο < χιονο- + πέδιλο, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Schneeschuh (μαρτυρείται από το 1891)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.noˈpe.ði.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐πέ‐δι‐λο
Ουσιαστικό

Χιονοπέδιλα (1)

Χιονοπέδιλα (2)
χιονοπέδιλο ουδέτερο
- είδος υποδήματος που διευκολύνει αυτόν που το φοράει να περπατάει πάνω στο χιόνι
- το καθένα από τα δύο πέδιλα που χρησιμοποιούν όσοι κάνουν σκι στο χιόνι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.