σκι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sci/
Ουσιαστικό
σκι ουδέτερο άκλιτο
- η χιονοδρομία
- το αντίστοιχο άθλημα στη θάλασσα, κατά το οποίο ο αθλούμενος σύρεται με πέδιλα στην επιφάνεια της θάλασσας από ταχύπλοο σκάφος
- (συνεκδοχικά) το ζευγάρι πεδίλων που χρησιμοποιείται στο παραπάνω άθλημα
Συγγενικά
-
σκι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.