χιμπαντζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιμπαντζής | οι | χιμπαντζήδες |
| γενική | του | χιμπαντζή | των | χιμπαντζήδων |
| αιτιατική | τον | χιμπαντζή | τους | χιμπαντζήδες |
| κλητική | χιμπαντζή | χιμπαντζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιμπαντζής < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική chimpanzee < προέλευσης από γλώσσες μπαντού ci-mpenzi [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.banˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐μπαν‐τζής
Μεταφράσεις
χιμπαντζής
|
Αναφορές
- χιμπαντζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.