χειλόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειλόφωνος | η | χειλόφωνη | το | χειλόφωνο |
| γενική | του | χειλόφωνου | της | χειλόφωνης | του | χειλόφωνου |
| αιτιατική | τον | χειλόφωνο | τη | χειλόφωνη | το | χειλόφωνο |
| κλητική | χειλόφωνε | χειλόφωνη | χειλόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειλόφωνοι | οι | χειλόφωνες | τα | χειλόφωνα |
| γενική | των | χειλόφωνων | των | χειλόφωνων | των | χειλόφωνων |
| αιτιατική | τους | χειλόφωνους | τις | χειλόφωνες | τα | χειλόφωνα |
| κλητική | χειλόφωνοι | χειλόφωνες | χειλόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χειλόφωνος, -η, -ο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χειλόφωνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.