χειλόφωνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα χειλόφωνα
      γενική των χειλόφωνων
    αιτιατική τα χειλόφωνα
     κλητική χειλόφωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειλόφωνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χειλόφωνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γραμματική) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.