χαϊμαλί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαϊμαλί | τα | χαϊμαλιά |
| γενική | του | χαϊμαλιού | των | χαϊμαλιών |
| αιτιατική | το | χαϊμαλί | τα | χαϊμαλιά |
| κλητική | χαϊμαλί | χαϊμαλιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαϊμαλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamaylı < αραβική حمائل (hamail)
Ουσιαστικό
χαϊμαλί ουδέτερο
- (λαϊκότροπο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.