χατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χατζής οι χατζήδες
      γενική του χατζή των χατζήδων
    αιτιατική τον χατζή τους χατζήδες
     κλητική χατζή χατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χατζής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حاجي‎[1] (τουρκική hacı) + < αραβική حُجِّي (ḥajji) < حَجّ (ḥajj, το προσκύνημα που οφείλει να κάνει κάθε μουσουλμάνος στη Μέκκα)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χατζής

Ουσιαστικό

χατζής αρσενικό (θηλυκό χατζίνα)

  • προσωνύμιο μουσουλμάνων και χριστιανών: αυτός που έχει επισκεφτεί για προσκύνημα τους Αγίους Τόπους
      Ταξιδεύανε πολλά καράβια μαζεμένα κι αρματωμένα καλά, επειδής οι χατζήδες είχανε μαζί τους πολύν θησαυρό, για τα τάματα που πηγαίνανε στον προφήτη τους. (Φώτης Κόντογλου Ο κουρσάρος Άβερης, ο λεγόμενος Μπεν [διήγημα])

Σημειώσεις

Συγγενικά

  • χατζη-, Χατζη-
  • Κατηγορία:Ανδρικά επώνυμα με πρόθημα Χατζη- (νέα ελληνικά)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 750 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  2. χατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.