حاجي
Οθωμανικά τουρκικά (ota)
Ετυμολογία
- حاجي < (άμεσο δάνειο) αραβική حُجِّي (ḥajji) < حَجّ (ḥajj, το προσκύνημα που οφείλει να κάνει κάθε μουσουλμάνος στη Μέκκα), οθωμανική τουρκική حاج (hacc)
Ουσιαστικό
حاجي (haccı - hacı)
- (θρησκεία, ισλαμισμός) χατζής
- που έχει επισκεφτεί τη Μέκκα
- που ταξιδεύει για να επισκεφτεί τη Μέκκα
- χριστιανός που έχει επισκεφτεί τους Άγιους Τόπους
- τιμητική προσφώνηση
Συγγενικά
- حاج (hacc)
- τουρκική hacı
Πηγές
- σελ. 750 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.