χασαπόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασαπόπουλο τα χασαπόπουλα
      γενική του χασαπόπουλου των χασαπόπουλων
    αιτιατική το χασαπόπουλο τα χασαπόπουλα
     κλητική χασαπόπουλο χασαπόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασαπόπουλο < χασάπ(ης) + -όπουλο

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.saˈpo.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χασαπόπουλο

Ουσιαστικό

χασαπόπουλο ουδέτερο

  1. παραγιός σε χασάπικο
      Το χασάπικο, δίπλα, παρουσίαζε λιγότερη κίνηση […]. Τ' οργανάκι στεκόταν στα σταυροδρόμια και δούλευε. Τα δουλικά τότε γελούσαν και το χασαπόπουλο με τα κατσαρά [μαλλιά] κορδωνόταν (Άγγελος Τερζάκης, Δεσμώτες, β' έκδοση ξαναπλασμένη (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χ.χ. [≈1972])
  2. ο γιος του χασάπη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.