χαρτοσήμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοσήμανση οι χαρτοσημάνσεις
      γενική της χαρτοσήμανσης* των χαρτοσημάνσεων
    αιτιατική τη χαρτοσήμανση τις χαρτοσημάνσεις
     κλητική χαρτοσήμανση χαρτοσημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτοσημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοσήμανση < καθαρεύουσα χαρτοσήμαν(σις) + -ση < χαρτοσημαίνω) χαρτοσημαν- + -σις. Μορφολογικά, χαρτο- + σήμανση.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xaɾ.toˈsi.man.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρτοσήμανση

Ουσιαστικό

χαρτοσήμανση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρτοσημαίνω
    παλιότερα, γινόταν χαρτοσήμανση με επικόλληση χαρτοσήμου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.