χαρτοσημασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτοσημασμένος η χαρτοσημασμένη το χαρτοσημασμένο
      γενική του χαρτοσημασμένου της χαρτοσημασμένης του χαρτοσημασμένου
    αιτιατική τον χαρτοσημασμένο τη χαρτοσημασμένη το χαρτοσημασμένο
     κλητική χαρτοσημασμένε χαρτοσημασμένη χαρτοσημασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτοσημασμένοι οι χαρτοσημασμένες τα χαρτοσημασμένα
      γενική των χαρτοσημασμένων των χαρτοσημασμένων των χαρτοσημασμένων
    αιτιατική τους χαρτοσημασμένους τις χαρτοσημασμένες τα χαρτοσημασμένα
     κλητική χαρτοσημασμένοι χαρτοσημασμένες χαρτοσημασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαρτοσημασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαρτοσημαίνω

Μετοχή

χαρτοσημασμένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.