χαρουπάλευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρουπάλευρο τα χαρουπάλευρα
      γενική του χαρουπάλευρου των χαρουπάλευρων
    αιτιατική το χαρουπάλευρο τα χαρουπάλευρα
     κλητική χαρουπάλευρο χαρουπάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χαρουπάλευρο

Ετυμολογία

χαρουπάλευρο < χαρούπ(ι) + αλεύρ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

χαρουπάλευρο ουδέτερο

  • (γαστρονομία) αλεύρι που παράγεται από χαρούπια
    Το χαρουπάλευρο είναι ό,τι πρέπει για παιδικούς ουρανίσκους: έχει μεγάλη θρεπτική αξία και το πλεονέκτημα της σοκολατένιας γεύσης. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.