χαρμάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρμάνης | οι | χαρμάνηδες |
| γενική | του | χαρμάνη | των | χαρμάνηδων |
| αιτιατική | τον | χαρμάνη | τους | χαρμάνηδες |
| κλητική | χαρμάνη | χαρμάνηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρμάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική harman < περσική خرمن (xarman)
Ουσιαστικό
χαρμάνης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) (αργκό) ο εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες που για καιρό δεν έχει κάνει χρήση τους
- Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί, πάω για να φουμάρω / μες στον τεκέ του Σάλωνα π’ έχει το φίνο μαύρο. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Χαρμάνης)
- (λαϊκότροπο) ο θεριακλής καπνιστής που για ώρες δεν έχει καπνίσει
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαρμάνι
Μεταφράσεις
χαρμάνης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.