τεκές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεκές οι τεκέδες
      γενική του τεκέ των τεκέδων
    αιτιατική τον τεκέ τους τεκέδες
     κλητική τεκέ τεκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τεκές των Ασπρογείων στα Φάρσαλα

Ετυμολογία

τεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική tekke < αραβική تكية (takya) (περσική تكیه)

Ουσιαστικό

τεκές αρσενικό

  1. μουσουλμανικό μοναστήρι δερβίσηδων
  2. μέρος όπου συναθροίζονται και διασκεδάζουν χασισοπότες
  3. μέρος που έχει γεμίσει με καπνούς τσιγάρων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.