τεκές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τεκές | οι | τεκέδες |
| γενική | του | τεκέ | των | τεκέδων |
| αιτιατική | τον | τεκέ | τους | τεκέδες |
| κλητική | τεκέ | τεκέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τεκές των Ασπρογείων στα Φάρσαλα
Ετυμολογία
- τεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική tekke < αραβική تكية (takya) (περσική تكیه)
Ουσιαστικό
τεκές αρσενικό
- μουσουλμανικό μοναστήρι δερβίσηδων
- μέρος όπου συναθροίζονται και διασκεδάζουν χασισοπότες
- μέρος που έχει γεμίσει με καπνούς τσιγάρων
Συγγενικά
-
τεκές στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.